- αμβροσίοδμος
- ἀμβροσίοδμος, -ον (Α)αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίαςτη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + -οδμος < ὀδμή αρχαιότερος τ. τής λ. ὀσμή].
Dictionary of Greek. 2013.